άκεφος

άκεφος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κέφι*.
ΠΑΡ. ακεφιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άκεφος — η, ο επίρρ. α χωρίς κέφι, ανόρεχτος: Μέρες τώρα φαινόταν άκεφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άθυμος — η, ο (Α ἄθυμος, ον) νεοελλ. δύσθυμος, άκεφος, στενοχωρημένος, μελαγχολικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει θάρρος, ο δειλός 2. ο μη θυμοειδής, ο δίχως οργή ή πάθος 3. ο μη ενθαρρυντικός, ο δυσάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θυμός. ΠΑΡ. αθυμία,… …   Dictionary of Greek

  • ακεφιά — η [άκεφος] 1. έλλειψη κεφιού, αθυμία, δυσφορία 2. σωματική δυσφορία, ανορεξία …   Dictionary of Greek

  • κακοθυμώ — [κακόθυμος] έχω κακή διάθεση, είμαι άκεφος, δυσθυμώ …   Dictionary of Greek

  • κακόθυμος — η, ο (Α κακόθυμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κακή διάθεση, βαρύθυμος, κακόκεφος, άκεφος αρχ. ο κακώς διατεθειμένος, ο δυσμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θυμος (< θυμός), πρβλ. γλυκύ θυμος, οξύ θυμος] …   Dictionary of Greek

  • κακόκεφος — η, ο δύσθυμος, άκεφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κέφι] …   Dictionary of Greek

  • κατανιώ — κατανιῶ, άω (Α) είμαι πολύ στενοχωρημένος, πολύ άκεφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀνιῶ «θλίβω κάποιον»] …   Dictionary of Greek

  • κατηφής — ές (AM κατηφής, ές) κυρίως αυτός που έχει στραμμένα προς τα κάτω τα μάτια από λύπη ή ντροπή, άκεφος, σκυθρωπός, δύσθυμος, κατσούφης (α. «κατηφής και απαρηγόρητος», Καλλιγ. β. «κατηφὲς ὄμμ ἔχεις;», Ευρ.) αρχ. 1. (για αμπέλι) αυτό που έχει υποστεί… …   Dictionary of Greek

  • κατσούφης — α, ικο, θηλ. και ισσα δύσθυμος, σκυθρωπός, άκεφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατσουφιάζω, υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

  • μαχμουρλίδικος — η, ο [μαχμουρλής] αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στον μαχμουρλή, άκεφος, οκνός. επίρρ... μαχμουρλίδικα με τρόπο που ταιριάζει σε μαχμουρλή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”